Τι συμβαίνει με τα δάνειο σε Eλβετικό φράγκο

Ζήτημα μείζονος νομικής σημασίας που απασχολεί τα εθνικά και τα
ευρωπαϊκά Δικαστήρια, αποτελεί η τύχη των δανείων σε ελβετικό φράγκο που
χορηγήθηκαν από πιστωτικά ιδρύματα ανά την Ευρώπη, κυρίως κατά την περίοδο
2007-2008. Στην Ελλάδα, περίπου 70.000 δανειολήπτες, στην πλειονότητά τους
καταναλωτές, έχουν λάβει δάνεια υπολογιζόμενα σε ελβετικά φράγκα, τα οποία
σήμερα δεν μπορούν να αποπληρώσουν, εξαιτίας της δυσμενούς για εκείνους
μεταβολής της συναλλαγματικής ισοτιμίας μεταξύ ευρώ και ελβετικού φράγκου.

Ι. Συντομο Ιστορικό:  

      Την ως άνω περίοδο, οι Τράπεζες προσέφεραν σε πλήθος δανειοληπτών στεγαστικά δάνεια σε ελβετικό φράγκο, με δέλεαρ το σημαντικά χαμηλότερο επιτόκιο που παρουσίαζαν έναντι των αντίστοιχων σε ευρώ. Πιο συγκεκριμένα, όπως αναφέρεται σε σχετική έκθεση του Συνήγορου του Καταναλωτή[1], από το 2002 έως τα τέλη του 2007 η νομισματική ισοτιμία Ευρώ-Ελβετικού Φράγκου κυμαινόταν με μικρό εύρος και αυξητική τάση που ήταν θετική για τους δανειολήπτες. Από το 2008 έως τις αρχές του 2010 υπήρξαν ιδιαίτερα έντονες διακυμάνσεις χωρίς όμως τελικά να ανατραπεί η σχετική σταθερότητα της ισοτιμίας. Η πορεία της ισοτιμίας ήταν έντονα καθοδική από το 2010 έως τις αρχές του 2012, οπότε και με παρεμβάσεις τις κεντρικής τράπεζας της Ελβετίας σταθεροποιήθηκε το 1€/1,2 CHF. Η ποσοστιαία μεταβολή από το 2009 έως το 2012 ήταν περίπου 30%. Αρχές του 2015 η Ελβετική κεντρική τράπεζα αναθεώρησε την πολιτική σταθερότητας της ισοτιμίας, με αποτέλεσμα την ενίσχυση του ελβετικού φράγκου στα επίπεδα του 1€/1,05CHF, κάτι που απέβη μοιραίο για τους δανειολήπτες.


[1] http://www.synigoroskatanaloti.gr/docs/reports/2015-09-17.Proposal-CHF.pdf

Ειδικότερα, η διαμορφωθείσα συναλλαγματική ισοτιμία είχε ως αποτέλεσμα να αυξηθεί τόσο η μηνιαία δόση, όσο και το υπόλοιπο του άληκτου κεφαλαίου του δανείου, το οποίο υπολογιζόταν σε ευρώ, με βάση την τρέχουσα συναλλαγματική ισοτιμία μεταξύ ευρώ και ελβετικού φράγκου, η οποία μεταβαλλόταν καθημερινά σε βάρος των δανειοληπτών. Παρουσίαστηκε λοιπόν το φαινόμενο, σε εξυπηρετούμενα δάνεια, το υπόλοιπο του κεφαλαίου να αυξάνεται αντί να μειώνεται, εξαιτίας της δυσμενούς μεταβολής της ισοτιμίας σε βάρος των δανειοληπτών, συνέπεια την οποία οι τελευταίοι δεν προέβλεψαν κατά τον χρόνο κατάρτισης των δανειακών τους συμβάσεων, ούτε και μπορούσαν να έχουν προβλέψει, εξαιτίας της, σε πολλές περιπτώσεις, πλημμελούς ενημέρωσης εκ μέρους της Τράπεζας, που εστίαζε στο ευνοϊκό επιτόκιο και στην σταθερή ισοτιμία μεταξύ ευρώ και ελβετικού φράγκου. Με λίγα λόγια, η Τράπεζα μετακύλησε στον άπειρο καταναλωτή τον συναλλαγματικό κίνδυνο, κίνδυνο τον οποίο ο μέσος δανειολήπτης δεν μπορούσε να κατανοήσει ,ούτε  και να αποτιμήσει.          

Έτσι οι δανειολήπτες, βλέποντας τις οφειλές τους να αυξάνονται, αλλά και να καθίστανται διαρκώς μεταβαλλόμενες και μη δυνάμενες να προβλεφθούν, κατέφυγαν σύσσωμοι στο Δικαστήρια, είτε με το όχημα της συλλογικής αγωγής, είτε με ατομικές αγωγές, ζητώντας να αναγνωρισθεί η ακυρότητα του όρου που εμπεριέχεται σε όλες τις συμβάσεις δανείου σε ελβετικό φράγκο, σύμφωνα με τον οποίον η δόση και το κεφάλαιο του δανείου θα υπολογίζονταν σε ευρώ βάσει της τρέχουσας ισοτιμίας μεταξύ ευρώ και ελβετικού φράγκου, εξαιτίας του οτι ήταν προδιατυπωμένος για αόριστο αριθμό συμβάσεων, αδιαφανής, ακατάλληπτος και ως τέτοιος καταχρηστικός βάσει του νόμου 2254/1991 περί προστασίας των καταναλωτών, ο οποίος ενσωματώνει την σχετική Οδηγία της ΕΕ (93/13 ΕΟΚ).

ΙΙ. Τα νομικά  ζητήματα:

       Το ζητήματα που έχουν ανακύψει και τα οποία θα επιλυθούν εν τέλει από την Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, όπου έχει παραπεμφθεί ήδη ατομική αγωγή, δεν είναι απλά. Τα βασικότερα θέματα, μεταξύ άλλων, που βρίσκονται στο επίκεντρο της προβληματικής,  είναι τα ακόλουθα:

Α. Η παραβίαση της υποχρέωσης  της Τράπεζας για προσυμβατική ενημέρωση

         Καταρχήν, πρέπει να γίνει σαφές ότι ο δανεισμός σε συνάλλαγμα είναι επιτρεπτός. Ωστόσο, δεν μπορεί να παραγνωριστεί ότι η συγκεκριμένη μορφή χρηματοδότητης συνεπάγεται για τον δανειολήπτη ανάληψη αυξημένων κινδύνων, ιδίως λόγω της ενδεχόμενης σε βάρος του μεταβολής της ισοτιμίας, διαρκούσης της σύμβασης. Συνεπώς, είναι σημαντικό να διασφαλιστεί ότι ο δανειολήπτης έχει έγκαιρα και με σαφήνεια ενημερωθεί από την Τράπεζα για όλες τις πτυχές και τους κινδύνους μιας σύμβασης σε ξένο νόμισμα, προκειμένου να λάβει μια τεκμηριωμένη απόφαση συναλλαγής.

           Άλλωστε, η τράπεζα, στα πλαίσια της σχέσης εμπιστοσύνης που τη διέπει με τους πελάτες της, έχει αυξημένη υποχρέωση ενημέρωσης  και προστασίας των καταναλωτών, δεδομένου του γνωστικού της προβαδίσματος έναντι των τελευταίων, αλλά και της δυνατότητας που έχει να επεμβαίνει στη σφαίρα της περιουσίας τους.

         Ως εκ τούτου, πρέπει να γίνει δεκτό οτι οι Τράπεζες, σε πολλές περιπτώσεις παραβίασαν την υποχρέωσή τους για προσήκουσα ενημέρωση των καταναλωτών, στην προσπάθειά τους να προωθήσουν τα δάνεια σε ελβετικό φράγκο, καθώς δεν επέστησαν την προσοχή των δανειοληπτών στον συναλλαγματικό κίνδυνο και στην πιθανότητα της αρνητικής διακύμανσης της συναλλαγματικής ισοτιμίας. Εξάλλου, η συναλλαγματική ισοτιμία, δεν είναι μια έννοια απλή, όπως την αντιλαμβανόμαστε στην καθομιλουμένη, αλλά επηρεάζεται από πλήθος παραγόντων, όπως ο νόμος της προσφοράς και της ζήτησης, τα επιτόκια, τον πληθωρισμό κλπ, έννοιες που δεν μπορεί να αντιληφθεί ο μέσος καταναλωτής, ο οποίος υποτίμησε, ακουσίως, τους κινδύνους που είναι συνδεδεμένοι με ένα τέτοιο δανειακό προϊόν. 

Β. Το κατά πόσο πρέπει να εφαρμοστεί η ΑΚ 291: Σύμφωνα με την με αριθμό 911/2018 απόφαση του Εφετείου Αθηνών επί συλλογικής αγωγής, που έκρινε υπέρ των τραπεζών, ο επίμαχος όρος δεν μπορεί να ελεγθεί από πλευράς καταχρηστικότητας, καθώς επαναλαμβάνει την ενδοτικού δικαίου διάταξη της ΑΚ 291, που ορίζει ότι αν συμφωνηθεί παροχή σε συνάλλαγμα, αυτη αποπληρώνεται με βάση την τρέχουσα αξία της τιμής συναλλάγματος.  

         Ωστόσο, το σκεπτικό αυτό δεν είναι ορθό. Σύμφωνα με αποφάσεις του ΕυρωπαΊκού Δικαστηρίου,  ακόμα κι αν ο επίμαχος όρος επαναλαμβάνεινομοθετική διάταξη, ελέγχεται από πλευράς καταχρηστικότητας, εφόσον δεν είναι διατυπωμένος κατά τρόπο κατανοητό και σαφή. Το δε εθνικό Δικαστήριο, είναι υποχρεωμένο να ελέγξει αυτεπαγγέλτως την καταχρηστικότητα του όρου. Άλλωστε, η διάταξη της ΑΚ 291 αναφέρεται  μάλλον σε παλαιότερες εποχές, συνεπώς δεν θα πρέπει να εφαρμοστεί στην συγκεκριμένη περίπτωση και μάλιστα, σε βάρος διατάξεων περί προστασίας του καταναλωτή, που και ειδικότερες είναι , αλλά και υπερνομοθετικής ισχύος.

ΙΙΙ. Συμπέρασμα:

       Το ζήτημα των δανείων σε ελβετικό φράγκο που απασχολεί πλήθος δανειοληπτών θα επιλυθεί εν τέλει από τα ελληνικά Δικαστήρια, και μάλιστα από την Ολομέλεια του ανωτάτου δικαστηρίου της χώρας, του Αρείου Πάγου, η οποία θα συνεδριάσει την 27η Σεπτεμβρίου 2018. Γνώμη μας είναι ότι θα πρέπει να ανοιχθεί ο δρόμος για τον έλεγχο καταχρηστικότητας των επίμαχων όρων και να κριθεί ανά περίπτωση το κατά πόσο οι τράπεζες παραβίασαν ή όχι την υποχρέωση ενημέρωσης σε βάρος των καταναλωτών. Θα πρέπει δε, οι οφειλές από τα εν λόγω δάνεια να καταστούν πλέον ορισμένες και να προσδιοριστούν  με βάση την αρχική ισοτιμία μεταξύ ευρώ και ελβετικού φράγκου, ώστε οι συνεπείς δανειολήπτες να καταφέρουν να τις αποπληρώσουν.

Το άρθρο δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στην πολιτική και πολιτισμική μηνιαία  «Εφημερίδα της Βούλας», στο τεύχος Ιουνίου 2018.